- δυσμενέοντες
- δυσμενέωνbearing ill-willpres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγηπελέων — ὀλιγηπελέων, ουσα (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενής, λιπόθυμος («ὁ δ ἄρ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῑτ ὀλιγηπελέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλιγηπελής για μετρικούς λόγους (πρβλ. δυσμενής: δυσμενέοντες,… … Dictionary of Greek